- ζεματιστήρι
- τοτο δοχείο που χρησιμοποιείται για το ζεμάτισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζεματιστήρι — το [ζεματίζω] σκεύος που χρησιμεύει στο ζεμάτισμα … Dictionary of Greek